καδοπούλα

καδοπούλα
καδοπούλα, ἡ (Μ)
μικρός κάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος + υποκορ. κατάλ. -πουλα (θηλ. τής κατάλ. -πουλος < λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. ψαρο-πούλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”